- μελλειρονία
- μελλ-ειρονία (written [suff] μελλ-νεία), ἡ,A age of a μελλείρην, IG5(1).296 ([place name] Sparta).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελλειρονία — μελλειρονία, πιθ. και μελλειρονεία, ἡ (Α) [μελλείρην] (στη Σπάρτη) η ηλικία αυτού που επρόκειτο να καταταγεί σύντομα στην τάξη τών εφήβων … Dictionary of Greek